- περισσογονία
- ἡ, Αη παραγωγή, η δημιουργία περιττών αριθμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ολιγο-γονία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισσογονία — περισσογονίᾱ , περισσογονία production of odd numbers fem nom/voc/acc dual περισσογονίᾱ , περισσογονία production of odd numbers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσογονίας — περισσογονίᾱς , περισσογονία production of odd numbers fem acc pl περισσογονίᾱς , περισσογονία production of odd numbers fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)